πειραγμένος

πειραγμένος
η , ο подпорченный (о мясе, рыбе);

§ πειραγμένο μυαλό — тронувшийся, свихнувшийся, чокнутый


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πειραγμένος" в других словарях:

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • πείραξη — η [πειράζω] 1. ενόχληση, δοκιμασία, πείραγμα 2. φρ. «πείραξην έχω λογισμού» είμαι πειραγμένος στον νου (Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πειράζομαι — πειράζομαι, πειράχτηκα, πειραγμένος βλ. πίν. 24 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»